- πάνλευκος
- -ον, Αβλ. πάλλευκος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πάλλευκος — η, ο (Α πάλλευκος και πάνλευκος, ον) ολόλευκος, κατάλευκος, κάτασπρος νεοελλ. μτφ. άμεμπτος, άσπιλος, ανεπίληπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + λευκός] … Dictionary of Greek